- χειρομύλη
- χειρομύληhand-millfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρομύλη — ἡ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μύλη] … Dictionary of Greek
χειρομύλην — χειρομύλη hand mill fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρομύλας — χειρομύλᾱς , χειρομύλη hand mill fem acc pl χειρομύλᾱς , χειρομύλη hand mill fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕЛЬНИЦА — • Mola, древнелатинское molina, μύλη, в широком значении всякое приспособление для помола. M. manualis или trusatilis (χειρομύλη) ручная мельница, состоявшая из верхней и нижней части. Верхний камень, όνος или ò α̉λέτης, catillus,… … Реальный словарь классических древностей
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειρομύλων — ωνος, ὁ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρομύλη + επίθημα ων (πρβλ. γνώμ ων)] … Dictionary of Greek
χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χειρόμυλος — ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek